- αλιβάνωτος
- -η, -ο (Α ἀλιβάνωτος, -ον) [λιβανοῡμαι]αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθυμίαστος, αλιβάνιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλιβάνωτος — not honoured with incense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιβάνιστος — αλιβάνιστος, η, ο και αλιβάνωτος, η, ο 1. αυτός που δε λιβανίστηκε, δε θυμιατίστηκε με λιβάνι: Ξέχασα χθες τις εικόνες αλιβάνιστες. 2. αυτός που αποφεύγει την εκκλησία: Αλιβάνιστος ο ίδιος, ζητούσε να πείσει κι εμένα να πάμε για κυνήγι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)